- πόπανον
- πόπανονround cakeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόπανον — τὸ, Α είδος στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποπ τής ρίζας τού ρ. πέσσω* (< *pekw jo, πρβλ. πεπ τός, πέπ τω) με επίθημα ανον (πρβλ. όργ… … Dictionary of Greek
ποπάνοις — πόπανον round cake neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποπάνοισιν — πόπανον round cake neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποπάνου — πόπανον round cake neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποπάνων — πόπανον round cake neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποπάνῳ — πόπανον round cake neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόπανα — πόπανον round cake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποπάνευμα — τὸ, Α πόπανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόπανον μέσω αμάρτυρου ρ. *ποπανεύω] … Dictionary of Greek
ποπάς — άδος, ἡ, Α πόπανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πόπανον με επίθημα άς (πρβλ. πλοκ άς: πλόκ ανον, πλόκ ος)] … Dictionary of Greek
ποπανώδης — ῶδες, Α [πόπανον] αυτός που μοιάζει με πόπανον· … Dictionary of Greek